- ἄοπλον
- ἄοπλοςwithout heavy armour onmasc/fem acc sgἄοπλοςwithout heavy armour onneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невъороуженыи — (1*) пр. Безоружный: аще ли толми тѧ ѹ˫азви по лучаю. наши(х) дш҃ь разб(о)иникъ и мучитель. или ѿ иер(с)лма въ ерихонъ сходѧща. или ѿинуду кде приимъ невъѡружена мѧ. и неѹстроѥна. ˫ако ѥгда оно рещи в правду. въсмѣрдѣша и согнiша раны мо˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άνοπλος — ἄνοπλος, ον (Α) 1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό 2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν) οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι* 3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα 4. (για πλοίο) το χωρίς … Dictionary of Greek
άοπλος — η, ο (AM ἄοπλος, ον) αυτός που δεν έχει όπλα αρχ. 1. όποιος δεν είναι βαριά οπλισμένος 2. «ἅρμα ἄοπλον» άρμα χωρίς δρέπανα 3. (για πλοίο) εκείνο που δεν είναι εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο … Dictionary of Greek